κυαθίσκος

κυαθίσκος
ο (Α κυαθίσκος)
νεοελλ.
μικρός κύαθος, μικρό ποτήρι
αρχ.
1. το κοίλο μέρος τού καθετήρα
2. χειρουργικό εργαλείο για εξαγωγή βελών ή άλλων βλημάτων από τα τραύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. καλαθ-ίσκος, οικ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυαθίσκος — spoon shaped end masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκον — κυαθίσκος spoon shaped end masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκου — κυαθίσκος spoon shaped end masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκῳ — κυαθίσκος spoon shaped end masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόκλειος — διόκλειος, ο (Α) φρ. «διόκλειος κυαθίσκος» χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να βγάζουν από τα τραύματα τα βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πήρε την ονομασία της από τον γιατρό του 4ου π.Χ. αιώνα Διοκλή τον Καρύστιο, ο οποίος επινόησε αυτό το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”